- μειόκαινος
- ος, ο[ν] геол миоценовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μειόκαινος — η, ο θηλ. και ος το ουδ. ως ουσ. το μειόκαινο γεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τής τριτογενούς περιόδου και τών πετρωμάτων της, που ακολουθεί το ολιγόκαινο και προηγείται τού πλειοκαίνου και υποδιαιρείται σε έξι βαθμίδες … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek
προμειόκαινος — η, ο, και προμειοκαινικός, ή, ό, Ν [μειόκαινος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην περίοδο τής προϊστορίας τής γης που προηγήθηκε τού μειοκαίνου … Dictionary of Greek